ἔνοικος — inhabitant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένοικος — η, ο 1. αυτός που κατοικεί σε οίκημα, κάτοικος. 2. το αρσ. ως ουσ., ένοικος ο νοικάρης: Οι ένοικοι του ξενοδοχείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔνοικον — ἔνοικος inhabitant masc/fem acc sg ἔνοικος inhabitant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοίκοις — ἔνοικος inhabitant masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοίκου — ἔνοικος inhabitant masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοίκους — ἔνοικος inhabitant masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοίκων — ἔνοικος inhabitant masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνοικα — ἔνοικος inhabitant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνοικοι — ἔνοικος inhabitant masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενοίκιο — και νοίκι, το (AM ως επίθ. ἐνοίκιος, ον) [ένοικος] 1. το τίμημα για την εγκατοίκηση ή τη χρήση οικήματος («ὤκει παρ ἑτέροις ἐνοίκιον οὐ πολὺ τελών», Πλούτ.) 2. μίσθωμα, τίμημα για ενοικίαση κάθε χώρου αρχ. 1. ως επίθ. ἐνοίκιος, ον αυτός που ζει… … Dictionary of Greek