ένοικος

ένοικος
-η, -ο (AM ἔνοικος, -ον) [οίκος]
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός που μένει σ' ένα οίκημα
2. ενοικιαστής
αρχ.
1. αυτός που κατοικεί μέσα, κάτοικος
2. αυτός που παραμένει σ' έναν τόπο
3. παθ. αυτός που κατοικείται («Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα», Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἔνοικος — inhabitant masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένοικος — η, ο 1. αυτός που κατοικεί σε οίκημα, κάτοικος. 2. το αρσ. ως ουσ., ένοικος ο νοικάρης: Οι ένοικοι του ξενοδοχείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔνοικον — ἔνοικος inhabitant masc/fem acc sg ἔνοικος inhabitant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοίκοις — ἔνοικος inhabitant masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοίκου — ἔνοικος inhabitant masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοίκους — ἔνοικος inhabitant masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοίκων — ἔνοικος inhabitant masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνοικα — ἔνοικος inhabitant neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνοικοι — ἔνοικος inhabitant masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενοίκιο — και νοίκι, το (AM ως επίθ. ἐνοίκιος, ον) [ένοικος] 1. το τίμημα για την εγκατοίκηση ή τη χρήση οικήματος («ὤκει παρ ἑτέροις ἐνοίκιον οὐ πολὺ τελών», Πλούτ.) 2. μίσθωμα, τίμημα για ενοικίαση κάθε χώρου αρχ. 1. ως επίθ. ἐνοίκιος, ον αυτός που ζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”